Ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» είναι σχετικά πρόσφατος. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1963 από τον Samuel Kirk και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει διαταραχές σε μία ή περισσότερες από τις βασικές ψυχολογικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά την κατανόηση ή χρησιμοποίηση της προφορικής ή γραπτής γλώσσας. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν την μνήμη, την ακουστική ή οπτική αντίληψη και τη σκέψη. Ως αποτέλεσμα αυτών των διαταραχών, τα άτομα μπορεί να συναντούν δυσκολίες στην μάθηση του προφορικού λόγου, στην ακουστική κατανόηση, στην ανάγνωση (αναγνώριση των λέξεων και της σημασίας τους), στη γραφή ή στο μαθηματικό λογισμό.
Οι διαταραχές αυτές οφείλονται σε νευρολογικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά συγκεκριμένες εγκεφαλικές λειτουργίες και δεν έχουν να κάνουν με άλλες αιτίες, όπως βλάβη στην όραση ή την ακοή, κινητική δυσχέρεια, διανοητική καθυστέρηση, συναισθηματικές διαταραχές, δύσκολες οικονομικές συνθήκες ή περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς περιορισμούς.Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες ενώ φαίνεται ότι έχουν τη δυνατότητα να αριστεύσουν στο σχολείο, η απόδοσή τους είναι αναπάντεχα και ανεξήγητα χαμηλή.
Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες διαθέτουν διαφορετικούς τρόπους αντίληψης και επεξεργασίας των πληρoφοριών, που σημαίνει ότι για να μάθουν και να προοδεύσουν, χρειάζονται διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας από τον παραδοσιακό. Γι’ αυτό άλλωστε και ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» τελευταία αντικαθίσταται με τον όρο «μαθησιακές διαφορές», που περιγράφει σωστότερα τον τρόπο μάθησης αυτών των ατόμων.
Τις μαθησιακές δυσκολίες μπορούμε να τις εντοπίσουμε σε ένα παιδί από μικρή ηλικία.
Συμπτώματα μαθησιακών δυσκολιών σε ένα μικρό παιδί ηλικίας 5 – 7:
- Δυσκολία στην προφορά λέξεων και τη σύνταξη προτάσεων.
- Δυσχέρεια στην αποστήθιση ποιημάτων ή τραγουδιών με ομοιοκαταληξία ή ρίμα.
- Σύγχυση στην ακολουθία και εκτέλεση οδηγιών ή παραγγελμάτων. Π.χ. Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα και φέρε μου την εφημερίδα, που είναι πάνω στο κρεβάτι και τα γυαλιά μου, που είναι πάνω στο κομοδίνο.
- Δισταγμός όταν πρόκειται να αποφασίσει ποιό χέρι θα χρησιμοποιήσει για να πιάσει το πιρούνι, το μολύβι, την μπάλα κ.λ.π.
- Έντονη υπερκινητικότητα.
- Δυσκολία στην επικέντρωση της προσοχής.
- Υπερβολικό τρέξιμο, σκαρφάλωμα κ.λ.π.
- Αδεξιότητα στις κινήσεις, στο περπάτημα και στον συγχρονισμό, που μπορεί να εκδηλώνεται και ως τάση να ρίχνει κάτω ό,τι πιάσει
- Δυσκολία στην αναγνώριση γραμμάτων, στην απόδοση του σωστού φωνήματος στο κάθε γράμμα, στην ανάγνωση, στην ορθογραφία ή την αντιγραφή, παρά το γεγονός ότι το παιδί θεωρείται έξυπνο και έχει κανονική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της μάθησης.
- Δυσκολία στο να βάλει και να βγάλει τα βιβλία του από την τσάντα, να βρει το μολύβι ή τη γόμα του ή να τακτοποιήσει το γραφείο του.
- Τάση να χάνει εύκολα τα βιβλία και τα τετράδια του ή να ξεχνάει τα πράγματά του στο σχολείο.
- Δυσκολία να χρησιμοποιήσει ψαλίδι, να δέσει τα κορδόνια, να πιάσει μολύβι, να ιχνογραφήσει σχέδια, να χαράξει γραμμές, να ενώσει τελείες ή να βάψει μια εικόνα χωρίς να ξεφύγει από τις γραμμές
- Δυσκολία αναγνώρισης κατευθύνσεων: μπερδεύει το δεξιά με το αριστερά.
- Γράφει καθρεπτικά π.χ. 3 αντί για ε ή b αντί για d.
- Αντιστροφές γραμμάτων ή αριθμών π.χ. καρσί αντί για κρασί, 23 αντί για 32.
- Δυσκολία στην επανάληψη πολυσύλλαβων λέξεων, σύνθετων προτάσεων ή μιας σειράς αριθμών.
- Όταν διάβαζει συχνά προφέρει διαφορετική λέξη από αυτή που βλέπει π.χ. το κείμενο λέει «ένα» και το παιδί διαβάζει «το»
- Δυσκολία στην κατανόηση ιστοριών με διαδοχική σειρά γεγονότων ή παιχνιδιών που απαιτούν ακολουθία ή αντιστοιχία
- Απροθυμία για την παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων και το διάβασμα.
Βιβλιογραφία
Έφη Αθανασιάδη, Η δυσλεξία και πώς αντιμετωπίζεται,Εκδ. Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2001